Πρέπει να επανεξετάσουμε τον ρόλο της δημόσιας, αλλά ανεξάρτητης πληροφόρησης
Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
(Καθημερινή 19.07.2009)
Τον Απρίλιο του 2008 εγκαινιάστηκε το Μουσείο Τύπου σε ένα όμορφο κτίριο, ανάμεσα στον Λευκό Οίκο και το Κογκρέσο. Το «Newseum» φιλοξενεί αφιερώματα στις καλύτερες στιγμές της αμερικανικής δημοσιογραφίας -πολεμικές ανταποκρίσεις, αντίσταση στο αντικομμουνιστικό κυνήγι μαγισσών του Μακαρθισμού, αποκαλύψεις για το Γουότεργκεϊτ- στο πνεύμα του Τόμας Τζέφερσον: «Αν έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα στη σωτηρία της κυβέρνησης και τη σωτηρία του ελεύθερου Τύπου, θα διάλεγα το δεύτερο». Στις μέρες μας, η επιλογή δεν είναι τόσο απλή. Έξι μήνες μετά τα εγκαίνια του Newseum, σταμάτησε την έκδοσή της η αιωνόβια ChristiaScience Monitor. Στους έξι πρώτους μήνες του 2008, απολύθηκαν 4.500 Αμερικανοί δημοσιογράφοι.
Το νεόδμητο μουσείο και το κακό ριζικό του αναφέρονται στο βιβλίο του Γάλλου δημοσιογράφου Μπερνάρ Πουλέ «Το τέλος των εφημερίδων και το μέλλον της πληροφόρησης», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Gallimard.
Η διάγνωση δεν αφήνει περιθώρια για φτηνές ελπίδες. «Οσοι αισθάνονται υποχρεωμένοι να καταδικάσουν τον ρόλο της Κασσάνδρας», γράφει ο Πουλέ, «δυστυχώς λησμονούν ότι το πρόβλημα δεν ήταν η Κασσάνδρα... αλλά οι Τρώες, που δεν την πίστεψαν όταν τους ανακοίνωσε την επικείμενη καταστροφή της πόλης. Η άρνηση της πραγματικότητας δεν απέτρεψε τον θάνατο της Τροίας και δεν θα αποτρέψει τη χρεοκοπία των εφημερίδων». Ή, όπως δήλωσε ο πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο, Γουόρεν Μπάφετ, «οι αναγνώστες των εφημερίδων παίρνουν τον δρόμο προς το νεκροταφείο, ενώ οι μη αναγνώστες εφημερίδων βγαίνουν από τα πανεπιστήμια».
Οι δύο μύθοι
Πέραν του πλούσιου εμπειρικού υλικού, το βιβλίο του Πουλέ έχει αξία γιατί, στην προσπάθειά του να ανιχνεύσει τις αιτίες της παθογένειας, προχωράει πέρα από τα γνωστά κλισέ -κρίση αξιοπιστίας των εφημερίδων λόγω διαπλοκής, νέα ηλεκτρονικά μέσα, πτώση των διαφημιστικών εσόδων- και αποδομεί δημοφιλείς μύθους.
Πρώτον: Τον μύθο ότι το πρόβλημα μπορεί να λυθεί από κάποιους Μαικήνες ή με την εισαγωγή των εφημερίδων στο χρηματιστήριο. Στην πραγματικότητα, πολλοί κολοσσοί που αγόρασαν εφημερίδες (ο Ντασό με τη Figaro, ο Ροτσίλντ με τη Liberatioκ.λπ.) επιτάχυναν την κρίση τους, αντί να την αναστείλουν.
Η εισαγωγή εφημερίδων στο χρηματιστήριο οδήγησε συχνά στο να κυριαρχήσει το συμφέρον του μετόχου πάνω στο συμφέρον του αναγνώστη, η βραχυπρόθεσμη κερδοφορία της εφημερίδας (η οποία, αν υπονομευτεί, απειλεί να τραβήξει προς τα κάτω τις μετοχές ολόκληρου του ομίλου) πάνω στην αξιοπιστία, την πρωτοτυπία και την ελκυστικότητά της. Από εδώ και η τάση για πάση θυσία μείωση του κόστους εργασίας, με αναπόφευκτες συνέπειες στην ποιότητα του προϊόντος. Σημειωτέον ότι οι περισσότερες από τις πιο σοβαρές, διεθνώς, εφημερίδες -New York Times, Franfkurter Allgemeine Zeitung, WashingtoPost κ.ά.- δεν ανήκουν σε μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους.
Δεύτερον: Τον τεχνοκρατικό μύθο ότι οι εφημερίδες είναι το πρόβλημα και τα ηλεκτρονικά μέσα η λύση. Με πληθώρα στοιχείων, ο Πουλέ αποδεικνύει ότι είναι το σύνολο των ενημερωτικών προϊόντων -ιστοσελίδες, δελτία ειδήσεων στην τηλεόραση και το ράδιο, περιοδικά, εφημερίδες- που βρίσκονται σε καθοδική τροχιά. Με άλλα λόγια, βρισκόμαστε μπροστά σε μια γενικευμένη κρίση της ενημέρωσης, η οποία συνδέεται με βαθύτερες μεταλλάξεις στο κοινωνικό σώμα (εντατικοποίηση της εργασίας και απορρύθμιση του ελεύθερου χρόνου, κρίση των ιδεολογιών και της πολιτικής, απορρύθμιση του συλλογικού κ.ά.).
Τρομακτική νάρκη
Είναι αλήθεια ότι η κρίση πλήττει με ιδιαίτερη σφοδρότητα τις εφημερίδες, αλλά και κάθε μορφή γραπτού λόγου (βιβλία και περιοδικά, με εξαίρεση τα καθαρά χρηστικά προϊόντα), σε μια κοινωνία μοναχικών ξένων, που σερφάρουν χωρίς να διαβάζουν, καλύπτοντας με την υστερική «επικοινωνία» των SMS και των e-mail, το έλλειμμα επικοινωνίας αισθημάτων και σκέψεων. Ωστόσο, είναι πολύ μακριά από την πραγματικότητα όσοι πιστεύουν ότι η απάντηση σ' αυτό το πρόβλημα βρίσκεται στο Ιντερνετ και όλα τα συμπαρομαρτούντα (ηλεκτρονική εφημερίδα, ηλεκτρονικό βιβλίο κ.ά.). Αντίθετα, το «Ιντερνετ» και ευρύτερα η λεγόμενη «οικονομία της γνώσης» αναδεικνύουν μια τρομακτική νάρκη στα θεμέλια του σύγχρονου καπιταλισμού: την κρίση του copyright σε όλες τις μορφές του, από τα άρθρα των εφημερίδων και τα βιβλία, μέχρι τα CD, τα DVD, τα λογισμικά και τα φάρμακα της μοριακής Βιολογίας. Κρίση, που εκδηλώνεται με το εκθετικά μεγεθυνόμενο, σε παγκόσμια κλίμακα, φαινόμενο της λεγόμενης «πειρατείας», η οποία οδηγεί σε ακατάσχετη αιμορραγία διαφυγόντων κερδών και υπονομεύει τα θεμέλια αυτοκρατοριών της «Νέας Οικονομίας».
Αν δούμε υπό αυτή την ευρύτερη οπτική γωνία την κρίση της έντυπης δημοσιογραφίας, θα την αναγνωρίσουμε ως κρίση της εφημερίδας-εμπόρευμα. Μπορεί όντως να μην υπάρχει, μακροπρόθεσμα, επιχειρηματικά βιώσιμη στρατηγική για την έκδοση ενημερωτικών εφημερίδων πανεθνικής εμβέλειας. Ή μπορεί, με αποκλειστικό κριτήριο τη βραχυπρόθεσμη κερδοφορία, μόνη λύση να αποδειχθεί ο Τύπος δύο ταχυτήτων - πλούσιες και ακριβές εφημερίδες για τους πλούσιους, φτωχές και φτηνές εφημερίδες για τους φτωχούς.
Αν είναι όμως έτσι τα πράγματα, τότε θα έπρεπε, ίσως, να σκεφθούμε ένα νέο μοντέλο, δημόσιας και συνεταιριστικής πληροφόρησης, πλάι στην ιδιωτική - ενδεχομένως και σε σύμπραξη με τον ιδιωτικό τομέα. Όπως έχουμε αποδεχθεί ότι υπάρχουν πράγματα, σαν την Υγεία και την Παιδεία, όπου το Δημόσιο υποχρεούται να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, έτσι μπορεί να το δεχθούμε και για την πληροφόρηση.
Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι το κράτος θα έσπευδε να εκδώσει απευθείας τις δικές του «Ιζβέστια». Θα μπορούσε, ωστόσο, να ενθαρρύνει εκδοτικές προσπάθειες από θεσμούς όπως τα μορφωτικά ιδρύματα μεγάλων τραπεζών, πανεπιστήμια, Δήμοι ή επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας. Η εμπειρία του βρετανικού BBC, έστω κι αν αφορά τη ραδιοτηλεόραση, είναι ενθαρρυντική. Σε κάθε περίπτωση, η διεισδυτική ερευνητική δημοσιογραφία και η διαφωτιστική ανάλυση είναι αναγκαίες όχι μόνο στο ευρύ κοινό, αλλά και στις ίδιες τις κυρίαρχες τάξεις, τουλάχιστον όσο αναγκαία τους είναι τα μεταφορικά δίκτυα, ο ηλεκτρισμός και οι τηλεπικοινωνίες. Γι' αυτό κάποια στιγμή θα πρέπει, μάλλον, να αποφασίσουν ότι αξίζει τον κόπο να καταβάλουν το απαιτούμενο τίμημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου